- κοντράτο
- το (Μ κοντράτο)συμβόλαιο, συμφωνητικό, σύμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. contrato].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντράτο — το (λ. ιταλ.), συμφωνητικό, σύμβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)